- νεφελοκοκκυγιεύς
- νεφελοκοκκυγιεύς, ὁ (Α) [νεφελοκοκκυγία](στον Αριστοφ.) ο κάτοικος τής νεφελοκοκκυγίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφελοκοκκυγιεύς — Cloud cuckoo town man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεφελοκοκκυγιεύς — Νεφελοκοκκῡγιεύς , Νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφελοκοκκυγιεῦσιν — νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφελοκοκκυγιᾶς — νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεφελοκοκκυγιεῦσιν — Νεφελοκοκκῡγιεῦσιν , Νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεφελοκοκκυγιᾶς — Νεφελοκοκκῡγιᾶς , Νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεφελοκοκκυγιέας — Νεφελοκοκκῡγιέᾱς , Νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφελοκοκκυγιέας — νεφελοκοκκυγιέᾱς , νεφελοκοκκυγιεύς Cloud cuckoo town man masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)